- έλλειψη
- Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα.
Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία της έ. χρησιμεύει και για να δημιουργήσει διάφορες υφολογικές εντυπώσεις. Στην έ. μπορούν να παραλειφθούν λέξεις που ανήκουν σε διάφορα είδη του λόγου: ουσιαστικά (π.χ. λέμε το 1821, αντί για το έτος 1821), ρήματα (π.χ. στην έκφραση-παροιμία «σιγά-σιγά, γιατί βιάζομαι», παραλείπεται το ρήμα πηγαίνω).
(Γεωμ.) Η καμπύλη του επιπέδου, που είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων αυτού, όταν το άθροισμα των αποστάσεών τους από δύο σταθερά σημεία του είναι σταθερό (σχήμα 1). Από τον ορισμό αυτό συνάγεται ότι η έ. μπορεί να σχεδιαστεί πρακτικά, αν στηρίξουμε ένα νήμα σε δύο σταθερά σημεία ενός επιπέδου (το μήκος του νήματος να είναι μεγαλύτερο από την απόσταση των δύο σημείων) και κινούμε ένα μολύβι έτσι ώστε το νήμα να είναι τεντωμένο και η αιχμή του να αγγίζει το επίπεδο. Καθένα από τα δύο σταθερά σημεία ονομάζεται εστία της έ. Μια ειδική περίπτωση της έ. είναι ο κύκλος (οι δύο εστίες εδώ συμπίπτουν). Ένας ισοδύναμος ορισμός της έ. είναι ο εξής: η έ. είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων του επιπέδου, των οποίων ο λόγος της απόστασης από ένα σταθερό σημείο του επιπέδου προς την απόστασή τους από μια σταθερή ευθεία του είναι σταθερός και μικρότερος από το 1. Ο παραπάνω λόγος ονομάζεται εκκεντρότητα της έ. και η σταθερή ευθεία διευθετούσα της έ., η αντίστοιχη προς το σταθερό σημείο, το οποίο ονομάζεται εστία της έ. Η τομή ενός απέραντου κυκλικού κώνου (ορθού ή πλαγίου) από επίπεδο μη παράλληλο με κάποια γενέτειρα του κώνου είναι μια έ. (σχήμα 2).
Στη γενική θεωρία των κωνικών τομών η έ. ορίζεται ως εκείνη η μη εκφυλισμένη κωνική που τέμνεται από την κατ’ εκδοχή ευθεία σε δύο μιγαδικά συζυγή σημεία είτε ως ο γεωμετρικός τόπος των σημείων του επιπέδου, των οποίων οι συντεταγμένες x, y ως προς ένα καρτεσιανό σύστημα αναφοράς ικανοποιούν μια εξίσωση της μορφής:
α11x2 + 2α12xy + α22y2 + 2α13x + 2α23y + α33 = 0, όπου οι α11, ...α33 είναι πραγματικοί αριθμοί και ισχύει: α11 α22 – α12 > 0 (αυτό ισοδυναμεί με το ότι η προηγούμενη καμπύλη είναι περιορισμένη). Η έ. είναι μια κωνική τομή με κέντρο, υπάρχει δηλαδή στο επίπεδο της έ. ένα σημείο, που είναι το κέντρο συμμετρίας της. Σε κάθε ευθεία από το κέντρο της έ. (διάμετρος) ανήκουν δύο σημεία της έ. συμμετρικά ως προς το κέντρο. Η απόστασή τους ονομάζεται μήκος της διαμέτρου. Υπάρχουν δύο διάμετροι της έ., που είναι κάθετες μεταξύ τους· το μήκος της μίας είναι το μέγιστο και το μήκος της άλλης τo ελάχιστο μήκος διαμέτρου. Οι δύο αυτές διάμετροι ονομάζονται μεγάλος και μικρός άξονας της έ. (εφόσον η έ. δεν εκφυλίζεται σε κύκλο). Τα άκρα των δύο αξόνων ονομάζονται κορυφές της έ. Επάνω στον μεγάλο άξονα βρίσκονται οι δυο εστίες της έ., οι οποίες είναι συμμετρικές ως προς το κέντρο της, γι’ αυτό ο μεγάλος άξονας ονομάζεται και εστιακός άξονας. Αν τα μήκη του μεγάλου και του μικρού άξονα μιας έ. είναι 2α, 2β και τον θεωρήσουμε ως άξονα των x και τον κάθετο από το κέντρο της σε αυτόν ως άξονα των y, τότε αποδεικνύεται ότι η εξίσωση της έ. (σε καρτεσιανές συντεταγμένες) είναι η: x2/α2 + y2/β2 = 1. Η εξίσωση αυτή καλείται κανονική εξίσωση της έ., ενώ α, β είναι τα μήκη των ημιαξόνων της. Το εμβαδόν της έ. ορίζεται ως παβ (αν α = β, οπότε η έ. είναι κύκλος, το εμβαδόν είναι πα2).
Αν Ρ είναι τυχαίο σημείο μιας έ., τότε αποδεικνύεται ότι από όλες τις ευθείες από το Ρ του επιπέδου υπάρχει μόνο μία, που έχει κοινό με την έ. μόνο το Ρ, η οποία ονομάζεται εφαπτομένη της έ. στο σημείο Ρ. Αν κ είναι η κάθετος της εφαπτομένης στο σημείο Ρ μιας έ. και F1, F2 οι εστίες της, τότε η κ διχοτομεί τη γωνία F1 Ρ F2 (των εστιακών ακτίνων του Ρ)· η ιδιότητα αυτή ονομάζεται κατοπτρική ιδιότητα της έ. (σχήμα 1). Η έ. ορίζεται και ως η τροχιά ενός σημείου του επιπέδου, που εκτελεί συγχρόνως δύο κινήσεις, που είναι και οι δύο απλές παλμικές, ισόσυχνες με διαφορά φάσης π/2 και κατά διευθύνσεις παράλληλες προς τους άξονες ενός καρτεσιανού ορθογωνίου συστήματος αναφοράς x0y.
* * *η (AM ἔλλειψις)1. απουσία, ανυπαρξία ή ανεπάρκεια («έλλειψη τροφίμων, νερού, υγρών καυσίμων κ.λπ.», «έλλειψη πείρας»)2. μειονέκτημα, ατέλεια («σύγγραμμα με πολλές ελλείψεις»)3. η απουσία τύπων ονομάτων και ρημάτων και ο σχηματισμός τους σε ορισμένους μόνο τύπους4. επίπεδη καμπύλη που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο τών σημείων ενός επιπέδου, τών οποίων το άθροισμα τών αποστάσεων από δύο σταθερά σημεία (τις εστίες) είναι σταθερό και ίσο προς 2α5. η ελλειπτικότητα τού ύφους τού λόγουαρχ.1. παράλειψη γραμμάτων στη γραφή μιας λέξης2. η έκλειψη τού ηλίου ή τής σελήνης3. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός 2.
Dictionary of Greek. 2013.